Σοφία Λόρεν: η κορυφαία Ιταλίδα σταρ
Η Σοφία Λόρεν γεννήθηκε σαν Σοφία Βιλάνι Σιλικόνε στις 20 Σεπτεμβρίου 1934 και σήμερα είναι 90 ετών. Είναι ένας από τους θρύλους του σινεμά του 20ου αιώνα , βραβευμένη δύο φορές με Οscar. Τη πρώτη φορά, το 1960 για την ερμηνεία της στην ταινία του Βιττόριο ντε Σίκα «Η ατιμασμένη», που της έφερε και άλλα πολλά βραβεία ερμηνείας όπως αυτά του φεστιβάλ Καννών, Βενετίας και Βερολίνου και το δεύτερο το 1991, ένα τιμητικό Οscar για τη συνεισφορά της στον παγκόσμιο κινηματογράφο. Το 1995 έλαβε το τιμητικό βραβείο Σεσίλ ντε Μιλ στις Χρυσές Σφαίρες.
Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια, καθώς ο πατέρας της εγκατέλειψε την μητέρα της και τις δύο κόρες του, ενώ κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου,το λιμάνι και τα εργοστάσια πυρομαχικών στο Ποτσουόλι έγιναν συχνά στόχοι βομβαρδιστικών επιθέσεων από τους συμμάχους. Κατά τη διάρκεια μιας επιδρομής, καθώς η Σοφία έτρεχε προς το καταφύγιο, χτυπήθηκε από το θραύσμα μιας οβίδας στο σαγόνι. Στη συνέχεια, η οικογένεια μετακόμισε στη Νάπολη όπου την περιμάζεψαν κάποιοι μακρινοί συγγενείς. Μετά τον πόλεμο, η Σοφία και η οικογένειά της επέστρεψαν στο Ποτσουόλι. Η γιαγιά Λουίζα μετέτρεψε το σαλόνι του σπιτιού σε μπαρ, όπου σέρβιρε σπιτικό λικέρ από κεράσι.
Η Ρομίλντα έπαιζε πιάνο, η Μαρία τραγουδούσε και η ντροπαλή Σοφία σέρβιρε και έπλενε τα πιάτα. Η μοίρα της Σοφίας άλλαξε δραματικά, σε ηλικία 15 ετών, όταν συμμετείχε στον διαγωνισμό της «Μις Ιταλία», εκπροσωπώντας την περιφέρεια του Λατίου και αναδείχθηκε «Μις Κομψότητα», κερδίζοντας το τρίτο βραβείο. Χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Σοφία Λάτσαρο, άρχισε να εμφανίζεται σε φωτορομάντζα, ένα δημοφιλές ανάγνωσμα εκείνη την περίοδο, όπου διάφορα περιοδικά δημοσίευαν ρομαντικές ιστορίες με φωτογραφίες.
Η μοίρα της Σοφίας άλλαξε δραματικά, σε ηλικία 15 ετών, όταν συμμετείχε στον διαγωνισμό της «Μις Ιταλία», εκπροσωπώντας την περιφέρεια του Λατίου και αναδείχθηκε «Μις Κομψότητα», κερδίζοντας το τρίτο βραβείο. Χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Σοφία Λάτσαρο, άρχισε να εμφανίζεται σε φωτορομάντζα, ένα δημοφιλές ανάγνωσμα εκείνη την περίοδο, όπου διάφορα περιοδικά δημοσίευαν ρομαντικές ιστορίες με φωτογραφίες.
Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίστηκε το 1951 ως κομπάρσος στην θρησκευτική χολιγουντιανή υπερπαραγωγή «Quo Vadis;», που γυρίστηκε στα φημισμένα στούντιο της Τσινετσιτά στην Ρώμη. Υπό την καθοδήγηση του παραγωγού και μελλοντικού συζύγου της Κάρλο Πόντι, η Σοφία Σικολόνε μετατράπηκε σε Σοφία Λόρεν. Η καριέρα της ξεκίνησε σε μια σειρά από κωμωδίες χαμηλού προϋπολογισμού προτού προσελκύσει την αποδοχή κοινού και κριτικής ως Αΐντα στην εκδοχή της ομώνυμης όπερας του Βέρντι, που σκηνοθέτησε ο Κλεμέντε Φρακάσι το 1953.
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950, το άστρο της Λόρεν στο Χόλιγουντ άρχισε να λάμπει με ταινίες όπως αυτές του 1957: “Το παιδί και το δελφίνι” και “Υπερηφάνια και πάθος” στο οποίο συμπρωταγωνίστησε με τον Φρανκ Σινάτρα και τον Κάρι Γκραντ.
Η Λόρεν απέκτησε παγκόσμια φήμη χάρη σε ένα συμβόλαιο για πέντε ταινίες με την Paramount Pictures. Ανάμεσα στις ταινίες εκείνης της εποχής είναι: Πόθοι κάτω από τις λεύκες μαζί με τον Άντονι Πέρκινς, βασισμένο στο ομότιτλο έργο του Ευγένιου Ο’Νηλ, το Σπίτι πάνω σε βάρκα , μια ρομαντική κομεντί όπου συμπρωταγωνιστούσε με τον Κάρι Γκραντ και τη Διαβολογυναίκα του Τζορτζ Κιούκορ στην οποία εμφανίστηκε για πρώτη φορά με ξανθά μαλλιά (φορώντας περούκα). Η Λόρεν επέδειξε αξιόλογες υποκριτικές ικανότητες και κέρδισε το σεβασμό ως δραματική αλλά και ως κωμική ηθοποιός, ιδιαίτερα σε ιταλικά έργα όπου μπορούσε να εκφραστεί πιο ελεύθερα παρόλο που γνώριζε πάρα πολύ καλά αγγλικά.
Παρά την τυπική απεικόνιση κάθε όμορφης ηθοποιού ως «κενής» και ανόητης, η Λόρεν ήταν γνωστή για την ευστροφία της και την έντονη διορατικότητά της. Μια από τις πιο παροιμιώδεις φράσεις της είναι το χαριτολόγημά της σχετικά με την περίφημη καμπυλωτή σιλουέτα της: «Ό,τι βλέπετε, το χρωστάω στις μακαρονάδες».
Ανάμεσα στις πιο γνωστές ταινίες της Λόρεν από εκείνη την περίοδο είναι η επική παραγωγή του Σάμιουελ Μπρόνστον Ελ Σιντ ( 1961) με τον Τσάρλτον Ίστον, Η εκατομμυριούχος ( 1960) με τον Πίτερ Σέλλερς, Διακοπές στη Νάπολη (1960) με τον Κλαρκ Γκέιμπλ, το Χθες, σήμερα, αύριο(1963) του Βιττόριο ντε Σίκα με το Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, η Λαίδη Λ. (1965) του Πίτερ Ουστίνοφ με τον Πωλ Νιούμαν, η κλασική ταινία του 1966 Αραμπέσκ με τον Γκρέγκορι Πεκ και στην τελευταία ταινία του Τσάρλι Τσάπλιν, Η κόμισσα από το Χονγκ Κονγκ( 1967) με τον Μάρλον Μπράντο.
Η Λόρεν ηχογράφησε πάνω από είκοσι πέντε τραγούδια κατά τη διάρκεια της καριέρας της, συμπεριλαμβανομένου και ενός μπεστ-σέλερ άλμπουμ με σατιρικά τραγούδια με τον Πίτερ Σέλερς. Aνάμεσα στα τραγούδια που ηχογράφησε, είναι και τα περίφημα «Τι ‘ναι αυτό που το λένε αγάπη» του Τάκη Μωράκη καθώς και το Mambo Bacan.
Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου την έχει κατατάξει εικοστή πρώτη στη λίστα με τις 25 μεγαλύτερες σταρ όλων των εποχών.
Η τελευταία της εμφάνιση στο σινεμά έγινε τρία χρόνια πριν: πρωταγωνίστησε στην ταινία «Η ζωή μπροστά σου», που σκηνοθέτησε ο γιός της Εντοάρντο Πόντι.