Σε όλες τις σημαντικές ταινίες του αιώνα μας, ο σκηνοθέτης είναι εκείνος που θεωρείται ως ο πλέον σημαντικός παράγοντας και επωμίζεται την ευθύνη της επιτυχίας ή της αποτυχίας ενός εγχειρήματος. Ωστόσο μολονότι είναι δύσκολο να υποτιμήσουμε την επιρροή των σκηνοθετών, μια τέτοια άποψη είναι συχνά απλοϊκή.
Η παραγωγή μιας ταινίας, όπως λέει και το παλιό αξίωμα, είναι συλλογική εργασία και το αποτέλεσμά της εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Οι παράγοντες αυτοί είναι ο σεναριογράφος, ο σκηνοθέτης, οι τεχνικοί, οι σκηνογράφοι, οι μοντέρ, οι ηθοποιοί και οι παραγωγοί. Η σπουδαιότητα του σκηνοθέτη δεν ήταν πάντα τόσο καθοριστική όσο σήμερα. Στις δεκαετίες του’ 30 και του ’40, η κινηματογραφική βιομηχανία εξαρτιόταν από τους μεγάλους σταρ και παρόλο που πολλοί σκηνοθέτες (Γκρίφιθ, Ρενουάρ, Λανγκ) θεωρούνταν ταλαντούχοι, η γενική εντύπωση ήταν ότι ο σκηνοθέτης είναι απλώς ένας αποτελεσματικός καπετάνιος που φροντίζει για την ομαλή πορεία της ταινίας και περιορίζεται στους καθαρά τεχνικούς τομείς. Παράλληλα οι κριτικοί θεωρούσαν ότι η παραγωγή του Χόλιγουντ ακολουθούσε συγκεκριμένα πρότυπα και καταδίκαζαν τις ταινίες των μεγάλων στούντιο ως “προκατασκευασμένες” , άνευ καλλιτεχνικής αξίας.
Ο σκηνοθέτης ως καλλιτέχνης
Η εικόνα αυτή ανατράπηκε από τα κείμενα των κριτικών του γαλλικού περιοδικού Cahiers du Cinema στην δεκαετία του ’50. Οι κριτικοί και οι μελλοντικοί σκηνοθέτες, όπως ο Φρανσουά Τριφό και ο Ζαν Λικ Γκοντάρ, υποστήριξαν ότι ορισμένοι δημιουργοί μπορούσαν να ξεπεράσουν τους περιορισμούς των στούντιο και ν’ αποτυπώσουν το δικό τους όραμα στο φιλμ. Με αυτό κατά νου, ο Τριφό σχημάτισε την politique des auteurs (πολιτική των δημιουργών), περιλαμβάνοντας τους σκηνοθέτες που πραγματικά δικαιούντο να λέγονται δημιουργοί. Αυτοί ήταν από την Γαλλία οι Ζαν Ρενουάρ, Ζακ Τατί, Ζαν Βιγκό και από το Χόλιγουντ οι Αλφρεντ Χίτσκοκ, Τζον Φορντ, Όρσον Γουέλς και Χάουαρντ Χοκς. Οι ταινίες αυτών των σκηνοθετών, κατά τον Τριφό, αναγνωρίζονταν αμέσως χάρη στα θεματικά χαρακτηριστικά τους που μετουσιώνονταν σε εικόνα ποιότητας και τους έκαναν να ξεχωρίζουν απο τους σκηνοθέτες της σειράς. Αυτή η νέα προσέγγιση προβλημάτισε όχι μόνο τους κριτικούς της εποχής, αλλά και πολλούς απο τους τιμηθέντες σκηνοθέτες. Ο Χίτσκοκ και ο Γουέλς αποδέχτηκαν εύκολα τον τίτλο αλλά ο Φόρντ ένιωσε τεράστια αμηχανία για το σημαντικό ρόλο που του απέδιδαν: “Εγώ γυρίζω γουέστερν”, διαμαρτυρήθηκε.
Ωστόσο, αν καταγράφαμε την εξέλιξη της τέχνης του κινηματογράφου μέσα απο την δουλειά των σημαντικών σκηνοθετών, δεν θα μπορούσαμε να εξαιρέσουμε τον Φορντ. Το ίδιο ισχύει και για τον Ντ. Γ. Γκρίφιθ που δέχεται σήμερα επιθέσεις για το συναισθηματισμό και την μισαλλοδοξία του, αλλά η ανάπτυξη της κινηματογραφικής του γλώσσας, του χάρισε τον τίτλο του πατέρα του αφηγηματικού κινηματογράφου. Μετά τον Γκρίφιθ ήρθε η εξπρεσιονιστική φαντασία του Φριντς Λανγκ, τα επαναστατικά μοντάζ του Σεργκέι Αϊζενστάιν και ο θερμός σουρεαλισμός του μάγου Λουίς Μπουνιουέλ.
Η άφιξη του ήχου δημιούργησε ένα νέο είδος σκηνοθέτη και την επικράτηση μεγάλων ταλέντων, όπως οι Ερνστ Λούμπιτς, Χάουαρντ Χοκς, Φρανκ Κάπρα και Ελία Καζάν. Τα προσεγμένα φροϋδικά θρίλερ του Χίτσκοκ, με την σχεδόν ηδονοβλεπτική χρήση της κάμερας δημιούργησαν πολλούς μιμητές, ενώ στις δεκαετίες του ’40 και του ’50 οι Τζον Φορντ και Τζον Χιούστον εξερεύνησαν τις αξίες των Αμερικανών αντρών. Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού , οι πολιτιστικές προσταγές δημιούργησαν διαφορετικές αλλά εξίσου συναρπαστικές ταινίες. Σκηνοθέτες ήταν ο Ρόμπερ Μπρεσόν, ο Πιερ Πάολο Παζολίνι, ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, ο Φεντερίκο Φελίνι, ο Λουκίνο Βισκόντι.
Οι δεκαετίες του ’50 και του ’60 είδαν την άνθιση του κινήματος του βρετανικού “Ελεύθερου Κινηματογράφου”. Παράλληλα οι δεκαετίες αυτές χαρακτηρίζονται από το σκοτεινό πνεύμα του Ρομάν Πολάνσκι και του Στάνλεϊ Κιούμπρικ αλλά και Τη στιλιζαρισμένη απόδοση του γκουρού των ιταλικών γουέστερν Σέρτζιο Λεόνε. Ο αμερικανικός κινηματογράφος έφτασε στο αποκορύφωμά του, την δεκαετία του ’70, χάρις στην άνοδο του Φράνσις Φορντ Κόπολα και του Στίβεν Σπίλμπεργκ, την άνετη γραφή του Ρόμπερτ Όλτμαν και τις μεθοδικά μονταρισμένες δημιουργίες του Μάρτιν Σκορσέζε.
Στην πιο πρόσφατη ιστορία του σινεμά, το κοινό εντυπωσιάστηκε απο τ’ αλλόκοτα και υπέροχα οράματα του Ντέιβιντ Λιντς, του Κουέντιν Ταραντίνο και του αμφιλεγόμενου Κινέζου σκηνοθέτη Τζανγκ Γιμού. Ωστόσο αυτά τα ονόματα όσο λαμπερά κι αν ακούγονται, περιορίζονται απο τις σύγχρονες κριτικές αντιλήψεις και η αξία τους θα επανεκτιμηθεί απο τις μελλοντικές γενιές. Όπως για παράδειγμα στην περίπτωση του Βρετανού οραματιστή Μάικλ Πάουελ. Τον αμφισβήτησαν την δεκαετία του ’40, τον περιφρόνησαν στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 και πλέον θεωρείται ένας απο τους μεγαλύτερους δημιουργούς του κινηματογράφου.
Πηγή εικόνας εξωφύλλου: kathimerini