Φρανσουά Τρυφώ (1932 – 1984)
«Το Σινεμά του αύριο δε θα γίνει από υπαλλήλους της κάμερας, αλλά από καλλιτέχνες για τους οποίους το γύρισμα θα είναι μια περιπέτεια εκπληκτική και παθιασμένη… Το Σινεμά του αύριο, θα είναι μία ερωτική πράξη.» – Φρανσουά Τρυφώ / Francois Truffaut
O Φρανσουά Τρυφώ (Francois Truffaut) είναι ένας από τους ιδρυτές του γαλλικού Νέου Κύματος (nouvelle vague) στον κινηματογράφο και θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες της χώρας, με το έργο του να επηρεάζει πλήθος καλλιτεχνών μέχρι και σήμερα. Ο αγαπημένος του σκηνοθέτης ήταν ο Χίτσκοκ, από τον οποίο οι επιρροές είναι εμφανείς. Ο θεματικές του ήταν αρκετά τολμηρές για την εποχή, ενώ η αδυναμία του είναι, αδιαμφισβήτητα, τα ερωτικά τρίγωνα. Το σκηνοθετικό του ντεμπούτο στη μεγάλη οθόνη έγινε το 1959 και η καριέρα του συνεχίστηκε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Γεννημένος στις 6 Φεβρουαρίου του 1932, από νωρίς εκδηλώνει την αγάπη του για την Έβδομη Τέχνη. Με τη βοήθεια του θεωρητικού του κινηματογράφου Αντρέ Μπαζέν, άρχισε να γράφει κριτικές στο θρυλικό περιοδικό Cahiers du cinema. Εκεί, μαζί με άλλους σπουδαίους συναδέλφους του, άνοιξαν τον δρόμο για το νέο κύμα και έναν μη εμπορικό κινηματογράφο.
Με την μικρού μήκους ταινία του Les Mistons (1958), με θέμα την σεξουαλική αφύπνιση μιας ομάδας νεαρών, έθεσε στην πράξη τις θεωρίες του, τις οποίες συνέχισε στην ημιαυτοβιογραφική, πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, «Τα 400 Χτυπήματα» (Les Quatres Cents Coups – 1959). Μία γεμάτη ειλικρίνεια αλλά και ποίηση ταινία, που κέρδισε το Βραβείο Σκηνοθεσίας στο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ των Καννών, κάτι που τον καθιέρωσε από νωρίς, ως έναν από τους πλέον σημαντικούς εκφραστές του πρωτοεμφανιζόμενου νέου κύματος (Nouvelle Vague).
Ακολούθησαν οι ταινίες «Πυροβολείτε τον Πιανίστα» (Tirez sur le pianiste – 1960), αναφορά αλλά και ανατροπή των γκανγκστερικών ταινιών, «Απολαύστε το Κορμί μου» (Jules et Jim – 1961) γύρω από τις ιδιόμορφες σχέσεις ενός ερωτικού τριγώνου, «Φαρενάιτ 451» (Fahrenheit 451 – 1966), εξαιρετική μεταφορά στην οθόνη του βιβλίου επιστημονικής φαντασίας του Ρέι Μπράντμπερι, που ο Τρυφώ γύρισε στην Αγγλία, «Η Νύφη Φορούσε Μαύρα» (La mariée etait en noir – 1967), μία παραλλαγή του αμερικανικού φιλμ νουάρ. Ταινίες που επέβαλαν τον Τρυφώ ως έναν ξεχωριστό και εντελώς πρωτότυπο δημιουργό.
H θητεία του στο περιοδικό Cahiers Du Cinema, του προσέφερε το πιο σημαντικό στοιχείο, την κινηματογραφοφιλία. Όχι τόσο ως ένας εκλεκτικός θεατής ή ένας ψυχρός κριτής, αλλά κυρίως ως ένας εραστής ενός κινηματογράφου χωρίς όρια και σύνορα. Για τον Τρυφώ η Κινηματογραφική Αίθουσα είναι ένας μαγικός τόπος όπου τα προσωπικά οράματα ενσαρκώνονται και αποτυπώνονται μέσα από τις οδύνες και τις λύπες της καθημερινότητας. Ο Τρυφώ ως σκηνοθέτης επέλεξε έναν δρόμο που περισσότερο δοξάζει αυτές τις τελετουργίες της κινηματογραφικής αίθουσας και λιγότερο την στοχαστική φύση του κινηματογράφου, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στο Σινεμά του έτερου κορυφαίου του νέου κύματος, του Ζαν Λυκ Γκοντάρ.
Το ιδιαίτερο ύφος του Τρυφώ δεν δυναστεύει την αφήγηση, δεν της επιβάλλεται, αλλά αντίθετα αφήνει χώρο για να κινηθούν και να αναπνεύσουν τα φιλμικά πρόσωπα. Καθώς η ιστορία παραμένει ένας ακρογωνιαίος λίθος της μυθοπλασίας, ο κινηματογραφικός φακός παρακολουθεί τα πρόσωπα με καθαρό βλέμμα, απαλλαγμένο από τις όποιες πολιτικές ή ψυχαναλυτικές παρεμβολές που ταλανίζουν το έργο άλλων σκηνοθετών της εποχής.
Μαγεμένος από την τελετουργία της σκηνοθεσίας, ο Τρυφώ εμμένει σχεδόν πεισματικά προσκολλημένος, σε όλες σχεδόν τις ταινίες του, στην απόλαυση της αφήγησης. Αναζητά την γοητεία των προσώπων, επικεντρώνεται στις εντάσεις του διαλόγου, προσαρμόζει το κινηματογραφικό κάδρο στις διαστάσεις του ανθρώπινου προσώπου. Αυτά είναι και κάποια από τα στοιχεία που προσδιορίζουν την μαγεία των κινηματογραφικών του εικόνων.
Ο Φρανσουά Τρυφώ, υπήρξε ένας από τους βασικούς υπεύθυνους τόσο για τον τρόπο που βλέπουμε, όσο και για τον τρόπο που γράφουμε για το Σινεμά. Ο «αιώνιος έφηβος» της Έβδομης Τέχνης, μπορεί να μην βρίσκεται πια μαζί μας, αλλά όντας ένας σκηνοθέτης που βιώνει διαρκώς και με έντονο τρόπο την κατάληξη της κινηματογραφικής πράξης, θα ταξιδεύει για πάντα δίπλα μας, μέσα από τις τελετουργίες και τη μαγεία της σκοτεινής αίθουσας.