Στιβ ΜακΚουίν: “The King of Cool”
Ο Στιβ ΜακΚουίν (Steven McQueen) ήταν το «κακό παιδί» που από τη δεκαετία του ’50 που εμφανίστηκε στα καλλιτεχνικά δρώμενα έως κι αυτή του ’70 έκανε τις τότε κοριτσίστικες καρδιές να σκιρτήσουν. Κι όχι αδίκως για να λέμε και την αλήθεια! Γοητευτικός ήταν , το σκληρό άνδρα έπαιζε – με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως θα δείτε – ε, δεν ήθελε και πολύ! Ο «King of Cool» όπως χαρακτηρίστηκε είχε πάθος για πάρα πολλά, μεταξύ αυτών και για τους αγώνες ταχύτητας.
Ο Terence Steven McQueen γεννήθηκε στις 24 Μαρτίου του 1930 στο Beech Grove της Indiana και μόνο χαρισάμενη δεν τη λες τη ζωή του μέχρι να γίνει ο γόης του Hollywood. Ο πατέρας του εγκατέλειψε τη μητέρα του έξι μήνες μετά τη γνωριμία τους, η μητέρα του φημολογούνταν πως ήταν αλκοολική και πως ενίοτε εργαζόταν ως πόρνη. Τα μόνα χρόνια που – όπως ο ίδιος έλεγε – ήταν ευτυχισμένα όσο ήταν παιδί ήταν εκείνα που ζούσε σε μία φάρμα με τους παππούδες του και τον αδερφό της γιαγιάς του, Claude. Τον συγκεκριμένο μάλιστα, τον θυμόταν πάντα με αγάπη.
Σε ηλικία οκτώ ετών, ο Steve πήγε να ζήσει με τη μητέρα του και τον πατριό του στην Indianapolis. Αδυνατώντας να εγκλιματιστεί στη νέα κατάσταση, έφυγε από το σπίτι στα εννιά του και ζούσε με συμμορίες προβαίνοντας σε μικρο-εγκλήματα. Στα δώδεκά του, η μητέρα του τον καλεί να ζήσει με το νέο της (!) σύζυγο – ο προηγούμενος γάμος έληξε άδοξα – στο Los Angeles. Φυσικά ούτε με αυτόν ευδοκίμησαν οι σχέσεις, καθώς ο νέος του πατριός δε δίσταζε να χτυπά εκείνον και τη μητέρα του. Για λίγο καιρό επέστρεψε στη φάρμα του Claude κι έπειτα γύρισε στο Los Angeles για να ζήσει πάλι ως συμμορίτης. Έπειτα από ένα συγκεκριμένο περιστατικό κι αφότου ο McQueen απείλησε τον πατριό του πως θα τον σκότωνε έτσι και ξανάπλωνε χέρι επάνω του, ο δεύτερος έπεισε τη γυναίκα του να πάει ο μικρός τότε McQueen στο California Junior Boys Republic στο Chino της California (σημ: επρόκειτο για ένα από αυτά τα σχολεία για «προβληματικά» παιδιά). Η δημοφιλία του McQueen εκεί ήρθε με την εκλογή του στο Boys Council, μία ομάδα που έθετε τους κανονισμούς για την αξιοπρεπή διαβίωση των παιδιών. Και μπορεί από το σχολείο να έφυγε στα δεκαέξι του, αλλά όταν έγινε διάσημος κράτησε επαφές με τους επόμενους μαθητές για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα και μάλιστα έπαιρνε διάφορα αντικείμενα από τα γυρίσματα των ταινιών, όπως ρούχα και ξυραφάκια, για να τους τα χαρίσει.
Έχοντας κάνει από τα δεκαέξι του κάθε είδους δουλειά – εξορύξεις πετρελαίου ή ξυλοκόπος – το 1947 o McQueen κατατάσσεται στο σώμα πεζοναυτών των ΗΠΑ. Κι ενώ στην αρχή η επαναστατική του φύση φαινόταν αταίριαστη με το κλίμα του σώματος, αργότερα αποφάσισε να αποκτήσει πειθαρχία και να βελτιωθεί. Έτσι έφτασε να σώζει πέντε συντρόφους του που κινδύνευσαν να χάσουν τη ζωή τους σε μία άσκηση στον Αρκτικό Ωκεανό και να του ανατίθεται τιμητικά η προστασία του τότε Προέδρου των ΗΠΑ Harry Truman στο γιοτ του.
Δύο χρόνια μετά την ολοκλήρωση της θητείας του στους Πεζοναύτες μετά τιμών, ο McQueen ξεκίνησε να σπουδάζει υποκριτική στο Sanford Meisner’s Neighborhood Playhouse ενώ παράλληλα κέρδιζε χρήματα συμμετέχοντας σε αγώνες μοτοσυκλέτας στο Long Island Raceway, αποκτώντας και την πρώτη του Harley-Davidson. Το 1955 μετακομίζει από τη Νέα Υόρκη στο Los Angeles αναζητώντας δουλειά στο Hollywood, κάνει κάποιες εμφανίσεις σε τηλεοπτικές σειρές και κερδίζει έναν μικρό ρόλο (χωρίς να αναφέρεται, όμως, το όνομά του, αυτό που λέμε «uncredited») στην ταινία του 1956 «Somebody Up There Likes Me» με πρωταγωνιστή τον Paul Newman. Ο ρόλος όμως που τον κάνει να τραβήξει τελικά επάνω του την προσοχή είναι εκείνος στη σειρά western «Tales of Wells Fargo» το 1958 και την ίδια χρονιά ο παραγωγός της – western επίσης – σειράς «Trackdown» του δίνει ρόλο σε δύο επεισόδια και στο ένα υποδύεται τον κυνηγό κεφαλών Josh Randall, με αποτέλεσμα ο McQueen να πρωταγωνιστεί στο spin-off του «Trackdown» με τίτλο «Wanted: Dead or Alive» του CBS. Στο μεταξύ το «Trackdown» του άνοιξε το δρόμο για να συμμετάσχει στο «Never Love A Stranger» και στο «The Blob» – η πρώτη ταινία όπου πρωταγωνιστεί – το 1958 και στο «The Great St. Louis Bank Robbery» το 1959. Επίσης εμφανίζεται σε δύο επεισόδια της σειράς αυτοτελών επεισοδίων «Alfred Hitchcock Presents». Επίσης, όταν ο Frank Sinatra είδε «κάτι ξεχωριστό» στο 29χρονο τότε McQueen κι έπειτα από μία διαφωνία με τον Sammy Davis Jr., ο McQueen πήρε το ρόλο του Davis στο «Never So Few».
Το «προαίσθημα» αυτό του Sinatra έρχεται ένα χρόνο μετά να το επιβεβαιώσει ο σκηνοθέτης John Sturges δίνοντάς του κεντρικό ρόλο στο «The Magnificent Seven» στο πλευρό των Yul Brynner και Charles Bronson, όπου ο Brynner, βλέποντας τις ικανότητές του McQueen στο να χειρίζεται το περίστροφο σαν αληθινός cowboy κατέληξε να ζητήσει να γίνουν έτσι οι λήψεις χωρίς εκείνος να χρειαστεί να τραβήξει όπλο εναντίον του McQueen φοβούμενος πως ο τελευταίος θα τον επισκιάσει! Στη συνέχεια έρχεται η δεύτερη ταινία του Sturges με τίτλο «The Great Escape», όπου ο McQueen εντυπωσιάζει με τις ικανότητές του στην οδήγηση, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να τον ξεχωρίσουν από τον… κασκαντέρ του!
Μέχρι το 1963 συμπρωταγωνιστήσει με τη Natalie Wood στο «Love With The Proper Stranger», μία κομεντί με δραματικά στοιχεία, η οποία αποδεικνύει πως ο McQueen μπορεί να υποδυθεί κι άλλους ρόλους εκτός από τον «σκληρό άντρα». Η μεγάλη αναγνώριση έρχεται το 1963 με το «The Sand Pebbles», ένα πολεμικό δράμα που επικεντρώνεται στις πολιτικές αναταράξεις που προκαλεί ο εμφύλιος στην Κίνα.
Το 1968 έρχεται το «Bullitt» που πλέον είναι κι ένα από τα «σήματα κατατεθέν» του Steve McQueen. Η ιστορία του σκληροτράχηλου αστυνομικού που πρωταγωνιστεί σε μία από τις πιο γνωστές σκηνές καταδίωξης αρχικά τρομάζει την παραγωγή, καθώς το τελικό κόστος ξεπερνά το υπολογιζόμενο budget, αλλά γίνεται μία μεγάλη επιτυχία στα ταμεία και κάνει τους παραγωγούς να παρακαλούν… σχεδόν γονατιστοί το McQueen για να τον ξανακερδίσουν. Ο McQueen αρνείται και γυρίζει το «The Thomas Crown Affair» υποδυόμενος έναν τελείως «κόντρα» ρόλο: εκείνον του γοητευτικού λωποδύτη επιχειρηματία που σαγηνεύει τη Faye Dunaway.
Τέσσερα χρόνια και μία ταινία που δεν ενθουσίασε το κοινό, ο McQueen, έχοντας χωρίσει από την πρώτη του σύζυγο, Neile Adams, πρωταγωνιστεί στη heist movie «The Getaway», όπου υποδύεται τον πρώην φυλακισμένο που, έπειτα από μία ληστεία που πάει στραβά, προσπαθεί να διαφύγει με τη γυναίκα του. Κι εκεί γνωρίζει τη μετέπειτα σύζυγό του, Ali MacGraw, με την οποία παραμένει παντρεμένος μέχρι το 1978. Αν κι ο γάμος τους δεν άντεξε και με τη MacGraw να έχει ήδη βιώσει τον πόνο μίας αποβολής όσο ήταν παντρεμένοι, η σχέση τους είναι μία από τις πιο διάσημες του αμερικανικού κινηματογράφου. Μάλιστα, για χάρη της MacGraw, ο McQueen αρνήθηκε τον πρώτο ρόλο για το «Sorcerer» του William Friedkin το 1977 για να μην την αποχωριστεί, μιας που δεν έγινε δεκτό και το αίτημά του να είναι η MacGraw στην παραγωγή, ώστε να είναι μαζί στα γυρίσματα.
Το 1973 ο McQueen πρωταγωνιστεί στον «Πεταλούδα», υποδυόμενος τον ισοβίτη που καταφέρνει να διαφύγει από τις φυλακές στη γαλλική Guyana, με συμπρωταγωνιστή τον Dustin Hoffman στο ρόλο του φίλου του και πλαστογράφου, Louis Dega. Ο McQueen εντυπωσιάζει και πάλι και φτάνει να είναι υποψήφιος για Χρυσή Σφαίρα για το ρόλο του.
Το 1974 κι όντας ένας από τους πιο ακριβοπληρωμένους ηθοποιούς του Hollywood, o McQueen συναντιέται και πάλι στα γυρίσματα με τους Paul Newman και Faye Dunaway για την ταινία «The Towering Inferno». Πρόκειται για μία περιπέτεια όπου ο McQueen υποδύεται τον Αρχηγό της Πυροσβεστικής που καλείται να αντιμετωπίσει μία μεγάλη κρίση όταν φωτιά ξεσπάει σε ένα νεόκτιστο ουρανοξύστη που έχτισε ο Paul Newman. Παρά το ότι η ταινία γίνεται εισπρακτική επιτυχία, ο McQueen αποσύρεται από την ενεργό δράση και δεν εμφανίζεται μέχρι το 1978 στην ταινία «An Enemy of The People», μία διασκευή του έργου του Ίψεν υποδυόμενος ένα ρόλο αντίθετο σε όσους τον είχαμε συνηθίσει, ενώ η ταινία παίχτηκε για πολύ μικρό χρονικό διάστημα στις αίθουσες. Πριν το θάνατό του το 1980, ο McQueen θα γυρίσει δύο ταινίες βασισμένες σε αληθινές ιστορίες, το «Tom Horn» και το «The Hunter».
Όσο απίστευτο κι αν ακουστεί, ο McQueen είχε αρνηθεί ρόλους οι οποίοι θα μπορούσαν κι αυτοί να στείλουν τη διασημότητα που απολάμβανε στα σύννεφα. Ρόλους όπως στο «Breakfast at Tiffany’s», το «Butch Cassidy and The Sundance Kid», το «Ocean’s Eleven» αλλά και το «The French Connection». Είτε γιατί οι δουλειές έρχονταν σε «σύγκρουση» με άλλες του επαγγελματικές υποχρεώσεις, είτε γιατί δεν ήθελε να ξαναπαίξει τον αστυνομικό, είτε για διαφωνίες με τους συμπρωταγωνιστές του.
Παράλληλα με τις κινηματογραφικές του δουλειές, όμως, ο McQueen αφιέρωνε αρκετό χρόνο στο άλλο του πάθος: την ταχύτητα. Είτε συμμετείχε σε αγώνες είτε έπαιζε σε ταινίες, ο McQueen οδήγησε οχήματα που άλλοι απλά… τα ονειρεύονταν! Οχήματα όπως τις Porsche 917 και 908, τη Ferrari 512 και τη Ford Mustang GT 917.
Ο Steve McQueen έφυγε σε ηλικία 50 ετών στις 7 Νοεμβρίου του 1980 από καρδιακή προσβολή στο Μεξικό, όπου και νοσηλευόταν κατά διαστήματα δοκιμάζονταν διάφορες – αντισυμβατικές – θεραπείες για τον καρκίνο με τον οποίο πάλευε από το 1978. Αν και νέος, η ζωή του αποδεικνύεται γεμάτη, επιτυχημένη – παρά τα όσα «στραβά» είχαν βρεθεί στο διάβα του – και δε θα πάψει να είναι μία από τις πιο διαχρονικές και χαρακτηριστικές προσωπικότητες της ιστορίας του Hollywood.
Πηγή: k-mag.gr