Πίτερ Ο’ Τουλ: ο σπουδαίος ηθοποιός που ενώ ήταν 8 φορές υποψήφιος για Όσκαρ δεν το κέρδισε ποτέ
Τον Πίτερ Ο’ Τουλ (Peter O’ Toole) στη μεγάλη οθόνη οι περισσότεροι τον μάθαμε από τον ρόλο του ως Ο Λόρενς της Αραβίας. Στο Χόλιγουντ ήταν ο άνθρωπος που έχει ρεκόρ υποψηφιοτήτων για Όσκαρ -συνολικά 8– αλλά δεν κέρδισε κανένα. Στην προσωπική του ζωή ήταν ένας μανιώδης πότης και καπνιστής, ένας άπιστος σύζυγος, αλλά ένας πιστός φίλος. Όμως για όλους τους θαυμαστές του, ήταν ένα ασύγκριτο εκκεντρικό style icon. Όμορφος, αντισυμβατικός, ιδιόρρυθμος, αλλά και με εξαιρετικό ταλέντο.
Ο Πίτερ Ο’ Τουλ γεννήθηκε στις 2 Αυγούστου του 1932, με μερικές πηγές να δίνουν ως τόπο γέννησής του την Κονεμάρα της Ιρλανδίας και άλλες το Λιντς της Αγγλίας, όπου μεγάλωσε.
Μητέρα του ήταν η Κόνστανς Τζέιν (πατρικό Φέργκιουσον), νοσοκόμα σκωτικής καταγωγής, και πατέρας του ο Πάτρικ Τζόζεφ Ο’ Τουλ, ένας Ιρλανδός μεταλλουργός, παίκτης ποδοσφαίρου και πράκτορας στοιχημάτων ιπποδρόμου. Όταν ήταν ενός έτους, η οικογένειά του ξεκίνησε μια πενταετή περιήγηση στις κυριότερες πόλεις της Βόρειας Αγγλίας, στις οποίες διεξάγονταν ιπποδρομιακοί αγώνες. Στις αρχές του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου μεταφέρθηκε για ασφάλεια από το Λιντς και παρακολούθησε ένα καθολικό σχολείο για επτά ή οκτώ χρόνια, όπου υποχρεώθηκε να γίνει δεξιόχειρας.
Όταν τελείωσε το σχολείο, άρχισε να εργάζεται ως εκπαιδευόμενος δημοσιογράφος και φωτογράφος στην εφημερίδα Yorkshire Evening Post, έως ότου κλήθηκε να υπηρετήσει τη θητεία του ως σηματωρός στο Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό. Ο ίδιος είχε δηλώσει, σε συνέντευξη το 2006, ότι το όνειρό του ήταν να γίνει ποιητής ή ηθοποιός. Παρακολούθησε με υποτροφία τα μαθήματα υποκριτικής στη Βασιλική Ακαδημία της Δραματικής Τέχνης, από το 1952 έως το 1954, αφού νωρίτερα είχε απορριφθεί από τη σχολή δραματικής τέχνης του Θεάτρου Abbey, από τον διευθυντή Έρνεστ Μπλάιθ, επειδή δεν μπορούσε να μιλήσει Ιρλανδικά. Συμφοιτητές του στην Ακαδημία ήταν οι Άλμπερτ Φίνεϊ, Άλαν Μπέιτς και Μπράιαν Μπέντφορντ.
Ο Πίτερ Ο’ Τουλ άρχισε να εργάζεται στο θέατρο, κερδίζοντας την αναγνώριση ως σαιξπηρικός ηθοποιός στο θέατρο Bristol Old Vic και στη Βρετανική Θεατρική Εταιρεία (English Stage Company), πριν κάνει το ντεμπούτο του το 1954 στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο το 1959, σε ένα πολύ μικρό ρόλο.
Ο πρώτος του πρωταγωνιστικός ρόλος ήρθε όταν επιλέχθηκε να ερμηνεύσει τον Τόμας Έντουαρντ Λόρενς στην ταινία του Ντέιβιντ Λην, Ο Λόρενς της Αραβίας, το 1962, αφού ο Μάρλον Μπράντο δεν ήταν διαθέσιμος και ο Άλμπερτ Φίνεϊ απέρριψε τον ρόλο. Η ερμηνεία του αξιολογήθηκε ως η κορυφαία μεταξύ των 100 μεγαλύτερων ερμηνειών όλων των εποχών από το περιοδικό Premiere. Αυτός ο ρόλος τον έκανε γνωστό στους θεατές των Η.Π.Α. και του απέφερε την πρώτη από τις οκτώ υποψηφιότητες για το Όσκαρ Α΄ Ανδρικού ρόλου.
Ο Ο’ Τουλ ήταν ένας από τους ελάχιστους υποψήφιους για Όσκαρ ηθοποιούς που προτάθηκε δύο φορές για τον ίδιο ρόλο, σε δύο διαφορετικές ταινίες, ερμηνεύοντας τον Ερρίκο Β’ της Αγγλίας στις ταινίες Μπέκετ (Becket, 1964) και Το λιοντάρι του χειμώνα (The Lion in Winter, 1968). Κατά τη δεκαετία του ’60 συμμετείχε επίσης στις ταινίες: Χαρέμι για δυο (What’s New Pussycat), πλάι στον Γούντι Άλλεν, Πώς να κλέψετε 1.000.000 δολάρια (How to Steal a Million, 1966) πλάι στην Όντρεϊ Χέπμπορν και Η νύχτα των στρατηγών (The Night of the Generals, 1967) πλάι στον Ομάρ Σαρίφ. Έπαιξε τον ομώνυμο ρόλο στον Άμλετ, σε σκηνοθεσία του Λόρενς Ολίβιε, στην παρθενική παραγωγή του Βασιλικού Εθνικού Θεάτρου (Royal National Theatre) το 1963.
Εμφανίστηκε, επίσης, στο Θέατρο Gaiety του Δουβλίνου, στο Η Ήρα και το παγώνι του Σον Ο’ Κέισι, ενώ η επιθυμία του να παίξει στο Θέατρο Abbey, της ίδιας πόλης, εκπληρώθηκε το 1970, όταν εμφανίστηκε στο έργο του Σάμιουελ Μπέκετ, Περιμένοντας τον Γκοντό, μαζί με τον Ντόναλ ΜακΚαν. Το 1980 έτυχε ευρείας αποδοχής από τους κριτικούς για την ερμηνεία του ως σκηνοθέτης στην ταινία Στάντμαν, ο ριψοκίνδυνος δραπέτης (The Stunt Man).
Η ερμηνεία του ως Μάκβεθ, το 1980, θεωρείται συχνά ως μία από τις μεγαλύτερες καταστροφές στη θεατρική ιστορία, όμως ανάκτησε τη θεατρική υπόληψή του με τις ερμηνείες του ως Τζον Τάνερ στο Άνθρωπος και υπεράνθρωπος και ως Χένρι Χίγκινς στον Πυγμαλίωνα, και κέρδισε ένα Βραβείο Ολίβιε για την ερμηνεία του στο έργο Jeffrey Bernard is Unwell, το 1989.
Άλλος ρόλος για τον οποίο προτάθηκε για Όσκαρ πρώτου ανδρικού ρόλου ήταν στην ταινία του 1982 Η τυχερή μου χρονιά (My Favorite Year), μια ελαφρή, ρομαντική κωμωδία σχετικά με όσα συμβαίνουν στα παρασκήνια ενός κωμικού βαριετέ σόου της τηλεόρασης, στη δεκαετία του 1950, κατά πολλά παρόμοιου με το σόου Your Show of Shows, στο οποίο ο Πίτερ Ο’ Τουλ παίζει ένα γηραλέο καυχησιάρη κινηματογραφικό αστέρα, που θυμίζει, εσκεμμένα, έντονα τον Έρολ Φλιν.
Το 1972 έπαιξε τον Μιγκέλ ντε Θερβάντες και τον ήρωά του Δον Κιχώτη στο Δον Κιχώτης, ο άνθρωπος απ’ την Μάντσα (Man of La Mancha), την κινηματογραφική διασκευή του ομώνυμου πετυχημένου μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ, μαζί με τη Σοφία Λόρεν. Επικρίθηκε ευρέως επειδή χρησιμοποίησε κυρίως μη τραγουδιστές ηθοποιούς και “κέρδισε” την αδιαφορία του κοινού της εποχής. Παρ’ όλα αυτά, η ταινία είχε μεγάλη επιτυχία όταν κυκλοφόρησε σε βιντεοκασέτα και DVD, αν και υπάρχουν ακόμη εκείνοι που την κατακρίνουν.
Ο Ο’ Τουλ τραγουδούσε ντουμπλαρισμένος από τον τενόρο Σάιμον Τζίλμπερτ, όμως οι υπόλοιποι ηθοποιοί τραγούδησαν με την πραγματική τους φωνή. Ο Ο’ Τουλ και ο συμπρωταγωνιστής του Τζέιμς Κόκο, που υποδυόταν τον υπηρέτη του Θερβάντες και τον Σάντσο Πάντσα, κέρδισαν υποψηφιότητες για Χρυσές Σφαίρες για την ερμηνεία τους.
Ο Πίτερ Ο’ Τουλ κέρδισε ένα βραβείο Έμμυ για τον ρόλο του στη μίνι σειρά Ιωάννα της Λωραίνης το 1999. Το 2004 ερμήνευσε τον Πρίαμο στην κινηματογραφική ταινία Τροία, που ήταν μεγάλη επιτυχία σε εισπρακτικό επίπεδο. Το 2005 εμφανίστηκε στην τηλεόραση ως ο Τζιάκομο Καζανόβα σε προχωρημένη ηλικία, στην ομώνυμη τηλεοπτική σειρά του BBC. Ο ρόλος του ήταν να διηγηθεί την ιστορία της ζωής του σε μια υπηρέτρια. Ο νεαρός Καζανόβα ερμηνεύτηκε από τον Ντέιβιντ Τέναντ, που χρειάστηκε να φορέσει μπλε φακούς επαφής για να μοιάζουν τα μάτια του με του Πίτερ Ο’ Τουλ.
Το 2006 προτάθηκε για όγδοη φορά για το Όσκαρ Α’ ανδρικού ρόλου για τον ρόλο του Μορίς στην ταινία Venus, που σκηνοθέτησε ο Ρότζερ Μίτσελ. Αργότερα, ο Πήτερ Ο’ Τουλ συμπρωταγωνίστησε, ως ο κριτικός κουζίνας Άντον Ίγκο, στην ταινία κινουμένων σχεδίων της Pixar Ο Ρατατούης, στην οποία ένας αρουραίος ονειρεύεται να γίνει ο μεγαλύτερος σεφ του Παρισιού. Ο Πίτερ Ο’ Τουλ εμφανίστηκε στη δεύτερη περίοδο της τηλεοπτικής σειράς Οι Τυδώρ, ως πάπας Παύλος Γ΄, ο οποίος αφορίζει τον βασιλιά Ερρίκο Η’ από την Εκκλησία, γεγονός που οδηγεί σε αναμέτρηση μεταξύ των δύο ανδρών στα επτά από τα δέκα συνολικά επεισόδια.
Η προσωπική του ζωή ήταν πολυτάραχη. Ο Πίτερ Ο’Τουλ δεν χωρούσε σε κανόνες και στερεότυπα. Άλλοτε προκαλούσε το θαυμασμό, όπως με τις συγκλονιστικές ερμηνείες του στο θέατρο και στον κινηματογράφο, κι άλλοτε τη θλίψη, εξαιτίας της εξάρτησής του από το αλκοόλ.
Σε μια ραδιοφωνική συνέντευξη στο Ραδιόφωνο BBC τον Ιανουάριο του 2007, ο Ο’ Τουλ είπε ότι είχε μελετήσει τις γυναίκες για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα προσπαθώντας όσο μπορούσε περισσότερο να τις καταλάβει, αλλά τελικά δεν γνώριζε τίποτε. Το 1959 παντρεύτηκε την Ουαλή ηθοποιό Σαν Φίλιπς, με την οποία απέκτησε δύο κόρες: το 1961 τη βραβευμένη ηθοποιό Κέιτ Ο’ Τουλ και αργότερα την Πατρίσια. Ο Πίτερ και η Σαν πήραν διαζύγιο το 1979.
Η πρώην γυναίκα του έχει αποκαλύψει στις δύο αυτοβιογραφίες της ότι ο Ο’ Τουλ την κακομεταχειριζόταν ψυχικά εξαιτίας του ποτού και επίσης, ότι ήταν αποδέκτης υπερβολικών κρίσεων ζήλειας εκ μέρους του, όταν τελικά τον άφησε για ένα νεότερο εραστή. Ο Ο’ Τουλ και η φιλενάδα του, το μοντέλο Κάρεν Μπράουν, έχουν ένα γιο, τον Λόρκαν Πάτρικ Ο’ Τουλ, που γεννήθηκε το 1983, όταν ο Ο’ Τουλ ήταν 50 ετών. Ο Λόρκαν, ο οποίος έγινε ηθοποιός, ήταν μαθητής στο Σχολείο Harrow, ζώντας σε οικοτροφείο από το 1996.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 λίγο έλειψε να χάσει τη ζωή του από σοβαρές ασθένειες, εξαιτίας της υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ. Εγχειρίστηκε το 1976 και του αφαιρέθηκε το πάγκρεας και μεγάλο μέρος του στομαχιού του, γεγονός το οποίο οδήγησε σε ινσουλινοεξαρτώμενο διαβήτη. Το 1978 έφτασε ένα βήμα από τον θάνατο εξαιτίας αιματολογικής διαταραχής. Τελικά ανάρρωσε και επέστρεψε στη δουλειά, αν και πλέον έβρισκε δυσκολότερα ρόλους σε ταινίες, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται περισσότερο στην τηλεόραση και σποραδικά στο θέατρο. Παρ’ όλα αυτά εμφανίστηκε στην πολυβραβευμένη ταινία Ο τελευταίος αυτοκράτορας το 1987.
Διέμενε από το 1963 στο Κλίφντεν, της κομητείας Γκόλγουεϊ της Ιρλανδίας. Όταν βρισκόταν στο ζενίθ της καριέρας του απέκτησε σπίτια στο Δουβλίνο, στο Λονδίνο και στο Παρίσι, από τα οποία τα τελευταία χρόνια της ζωής του διατηρούσε μόνον αυτό στο Λονδίνο. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 συμμετείχε ενεργά στις διαμαρτυρίες εναντίον του Πολέμου της Κορέας και αργότερα, στη δεκαετία του 1960, ήταν ενεργά αντίθετος στον Πόλεμο του Βιετνάμ.
Ο Πίτερ Ο’ Τουλ ήταν ίσως ο μοναδικός από τους Βρετανούς ηθοποιούς της γενιάς του, που ενώ είχαν ως κέντρο των θεατρικών εμφανίσεών τους το Λονδίνο, δεν έχει τιμηθεί ως ιππότης του Βρετανικού στέμματος. Σύμφωνα με την εφημερίδα του Λονδίνου Ντέιλι Μέιλ, του είχε προσφερθεί ο τίτλος του ιππότη ή του ιππότη επί τιμή το 1987, όμως αυτός τον αρνήθηκε εξαιτίας των προσωπικών και των πολιτικών του πεποιθήσεων.
Σε μια συνέντευξή του στο National Public Radio τον Δεκέμβριο του 2006, ο Ο’ Τουλ αποκάλυψε ότι γνωρίζει σε αποστήθιση και τα 154 σονέτα του Σαίξπηρ, τα οποία ο ίδιος διάβαζε καθημερινά, και θεωρούσε ότι αυτά συγκαταλέγονται μεταξύ των καλύτερων αγγλικών ποιημάτων. Στην ταινία Venus απαγγέλει το σονέτο αριθμός 18, “Shall I Compare Thee To A Summer’s Day”.
Ο Ο’ Τουλ είχε γράψει δύο αυτοβιογραφικά βιβλία. Στο πρώτο, με τον τίτλο Loitering With Intent: The Child, περιγράφει αναμνήσεις από την παιδική ηλικία του καλύπτοντας χρονικά την περίοδο μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Το βιβλίο χαρακτηρίστηκε από την εφημερίδα The New York Times ως αξιόλογο βιβλίο του έτους 1992. Στο δεύτερο, με τον τίτλο Loitering With Intent: The Apprentice, περιγράφει τα χρόνια που έζησε στη Βασιλική Ακαδημία της Δραματικής τέχνης μαζί με τους φίλους του όταν σπούδαζε τη θεατρική τέχνη. Τα βιβλία έχουν επαινεθεί από κριτικούς όπως ο Τσαρλς Σάμπλιν των Los Angeles Times. Ο Ο’Τουλ παρέμεινε στενός φίλος με τον συμπρωταγωνιστή του στον Λόρενς της Αραβίας Ομάρ Σαρίφ και με τον συμφοιτητή του Άλμπερτ Φίνεϊ.
Ήταν γνωστός οπαδός του ράγκμπι 15 παικτών, και συνήθιζε να παρακολουθεί αγώνες μαζί με τους φίλους του Ρίτσαρντ Χάρις, Κένεθ Γκρίφιθ και Ρίτσαρντ Μπάρτον. Επίσης υπήρξε, σε όλη του τη ζωή, παίκτης, προπονητής και λάτρης του κρίκετ, για το οποίο έχει δίπλωμα διδασκαλίας και προπονητικής σε παιδιά. Ο Ο’ Τουλ ήταν οπαδός της ποδοσφαιρικής ομάδας Σάντερλαντ ΑΦΚ, όπως δήλωσε το 1996.
Ο Ο’ Τουλ είχε δηλώσει σε συνέντευξη το 2007 ότι ο ηθοποιός που τον επηρέασε περισσότερο ήταν ο Έρικ Πόρτερ. Επίσης, είχε πει ότι η διαφορά μεταξύ των ηθοποιών του χθες και του σήμερα είναι ότι οι ηθοποιοί της γενιάς του εκπαιδεύονταν για “θέατρο, θέατρο, θέατρο”. Ακόμη πίστευε ότι η πρόκληση για τον ηθοποιό είναι “να χρησιμοποιεί τη φαντασία του για να συνδεθεί με το συναίσθημά του” και ότι “οι καλοί ρόλοι κάνουν καλούς ηθοποιούς”. Ο Ο’ Τουλ είχε δηλώσει ότι η ηθοποιός με την οποία ευχαριστιόταν να δουλεύει μαζί της ήταν η στενή φίλη του Κάθριν Χέπμπορν.
Το 2003, η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογραφικών Τεχνών και Επιστημών τον τίμησε με τιμητικό Όσκαρ για τον συνολικό όγκο της δουλειάς του και την ισόβια προσφορά του στον κινηματογράφο. Ο Ο’ Τουλ αρχικά αρνήθηκε να το δεχθεί και έγραψε ένα γράμμα στην Ακαδημία λέγοντας ότι “αφού είμαι ακόμη στο παιχνίδι και θα μπορούσα να κερδίσω τον αγαπητό λεχρίτη στα ίσια, θα μπορούσε παρακαλώ η Ακαδημία να αναβάλλει την τιμή μέχρι να γίνω 80;” Η Ακαδημία τον πληροφόρησε ότι θα του απένειμαν το βραβείο είτε το ήθελε είτε όχι. Εκτός από αυτό, τα παιδιά του τον επέπληξαν λέγοντας ότι αυτή ήταν η μεγαλύτερη τιμή που θα μπορούσε κάποιος να λάβει στη βιομηχανία του κινηματογράφου.
Τελικά συμφώνησε να εμφανιστεί στην τελετή και να δεχθεί το τιμητικό του Όσκαρ, το οποίο του παραδόθηκε από την Μέριλ Στριπ, η οποία είχε τις περισσότερες υποψηφιότητες από κάθε ηθοποιό. Παρ’ όλα αυτά ο παλιός του φίλος Κένεθ Γκρίφιθ απογοητεύτηκε πικρά επειδή είχε ταπεινώσει τον εαυτό του δεχόμενος ένα τόσο “γελοίο βραβείο.”
Ο Πίτερ Ο’ Τουλ, ο κινηματογραφικός «Λόρενς της Αραβίας» άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 81 ετών, μετά από μακρά ασθένεια.