Μπίλι Γουάιλντερ (1906-2002)
Στις 22 Ιουνίου του 1906, γεννήθηκε, στην κωμόπολη Soucha της σημερινής Πολωνίας, ο Αυστροαμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός Μπίλι Γουάιλντερ (Billy Wilder). Ευφυής, διορατικός και επινοητικός, ο Γουάιλντερ, θεωρήθηκε ένας εκ των κορυφαίων αλλά και με τη μεγαλύτερη διάρκεια κινηματογραφικών δημιουργών της γενιάς του.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Samuel Wilder, ωστόσο, η «αμερικανόφιλη» μητέρα του, Eugenia Baldinger, του έδωσε το παρατσούκλι «Μπίλι» ως έναν φόρο τιμής στο σόου «Μπαφαλο Μπιλ – Άγρια Δύση» το οποίο και παρακολούθησε με τον θείο της ως νεαρό κορίτσι στη Νέα Υόρκη. Ως παιδί αν και θεωρούταν πανέξυπνο, χαρακτηριζόταν ως αγενές και απείθαρχο από τους μεγαλύτερους. Επομένως, αφού αποφοίτησε από το Realgymnasium Juranek για προβληματικούς μαθητές, εγγράφηκε μετά από παρότρυνση της μητέρας του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Βιέννης.
Ωστόσο, μετά από ένα χρόνο παράτησε τη σχολή για να εργαστεί ως δημοσιογράφος σε διάφορες εφημερίδες της Βιέννης, όπου έφτιαχνε σταυρόλεξα, κάλυπτε αθλητικά γεγονότα, καθώς και τη νυχτερινή ζωή της πόλης. Τον Ιούνιο του 1926 θα γνωρίσει τον Αμερικανό μουσικό της τζαζ Πολ Γουάιτμαν τον οποίο και θα ακολουθήσει στο συναρπαστικό Βερολίνο της Βαϊμάρης. Εκεί ο Γουάιλντερ θα εργαστεί ως ανεξάρτητος ρεπόρτερ κυρίως για το αστυνομικό δελτίο, ως παρτενέρ χορού πλούσιων κυριών στο Hotel Eden , ενώ από το 1929, θα αρχίσει να γράφει τα πρώτα του σενάρια για τον κινηματογράφο, εμπνευσμένα και από τα δημοσιογραφικά βιώματα του: «The Daredevil Reporter» («Der Teufelsreporter», 1929) και «People on Sunday» («Menschen am Sonntag», 1930).
Από το 1931 έως το 1933 ο Γουάιλντερ θα συνεργαστεί με το μεγαλύτερο κινηματογραφικό στούντιο στη Γερμανία, την UFA, για το οποίο θα γράψει κοντά μια ντουζίνα σενάρια. Όλα θα αλλάξουν, ωστόσο, με την άνοδο του Χίτλερ, τον Ιανουάριο του 1933. Μη τρέφοντας καμία αυταπάτη ο εβραϊκής καταγωγής Μπίλι Γουάιλντερ πούλησε όλα τα υπάρχοντα του και έφυγε αρχικά για τη Γαλλία, και στη συνέχεια για τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, κατόπιν προσκλήσεως του σκηνοθέτη και παραγωγού, Τζο Μάι. Η μητέρα του, η γιαγιά του και ο πατριός του θα δολοφονούνταν αργότερα από τους Ναζί στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς.
Τα «ευρωπαϊκά χρόνια» του βίου του, ωστόσο, ιδιαίτερα την εποχή που εργαζόταν ως δημοσιογράφος και σεναριογράφος στη Βιέννη και το Βερολίνο, θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα διαμόρφωση του μοναδικού του οράματος και της προσωπικής του φωνής ως κινηματογραφικός δημιουργός.
Ο Μπίλι Γουάιλντερ ήταν ανάμεσα σε περίπου 1.500 μέλη της γερμανικής βιομηχανίας -ηθοποιοί, σκηνοθέτες, παραγωγοί και συνθέτες- που δραπέτευσαν από τη Γερμανία στο Χόλυγουντ, ανάμεσα στο 1933 και το 1939, αλλάζοντας το αμερικανικό κινηματογραφικό τοπίο για πάντα. Ενώ μαζί με τους Φριτς Λανγκ, Πίτερ Λόρε, Ότο Πρέμινγκερ και Ντάγκλας Σερκ υπήρξε από εκείνους τους λίγους που έφτασαν στην κορυφή.
Τον πρώτο καιρό στο Χόλυγουντ, ο Γουάιλντερ, δεν μιλούσε σχεδόν καθόλου Αγγλικά, γεγονός, ωστόσο, που δεν τον πτόησε καθόλου. Ξεκίνησε να γράφει σενάρια με τη συνδρομή ενός μεταφραστή: «Music in the Air» (1934) και «Lottery Lover» (1935). Καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του, μάλιστα, δεν εμπιστεύτηκε ποτέ τον εαυτό του να γράψει μόνος του το σενάριο των ταινιών του, συνεργαζόμενος με ταλαντούχους σεναριογράφους και συγγραφείς όπως οι Τσαρλς Μπρέκετ, Ρέιμοντ Τσάντλερ, Τζορτζ Άξελροντ και ο I. A. L. Diamond.
To 1937 η Paramount θα του ζητήσει να συνεργαστεί με τον πρώην θεατρικό κριτικό του The New Yorker, Τσαρλς Μπρέκετ. Πρόκειται για μια από τις σημαντικότερες, αν και θυελλώδης, συνεργασίες στην κινηματογραφική καριέρα του Μπίλι Γουάιλντερ.
Μαζί, για τα επόμενα δώδεκα χρόνια, θα γράψουν δεκατρία συνολικά σενάρια και θα μετατραπούν στο πιο επιτυχημένο συγγραφικό δίδυμο της δεκαετίας του 1940: Από το πρώτο τους σενάριο, την αισθηματική κωμωδία «Bluebeard’s Eighth Wife» (1938, σκην. Ερνστ Λούμπιτς), την πρώτη τους Οσκαρική υποψηφιότητα, την πολιτική σάτιρα «Νινότσκα» (1939, σκην. Ερνστ Λούμπιτς), έως το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Γουάιλντερ «The Major and the Minor» (1942) και την αριστουργηματική «Λεωφόρο της Δύσης» (1950), το τελευταίο τους μαζί.
Για δύο ολόκληρες δεκαετίες, από την πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα («The Major and the Minor», 1942) έως την «Τροτέζα» (1963), ο Μπίλι Γουάιλντερ θα καταφέρει να κερδίσει την αποδοχή και την εμπιστοσύνη του κοινού παρότι θα δημιουργήσει φιλμ των οποίων οι «αντιπαθητικοί» ήρωες και το μαύρο χιούμορ συχνά θεωρούταν ακραία για τις προτιμήσεις των θεατών.
Ο Γουάιλντερ υπήρξε, δύσκολος συνεργάτης. Ο συγγραφέας Ρέιμοντ Τσάντλερ, με τον οποίον δούλεψαν μαζί πάνω στο σενάριο της ταινίας «Κολασμένη Αγάπη» (1944), ένα από τα καλύτερα φιλμ νουάρ όλων των εποχών, προσπάθησε να τον κάνει να απολυθεί. Αρκετοί συνεργάτες τον έβρισκαν προσβλητικό, υπερβολικό και κουραστικό, αν και συναρπαστικό. Σαν έναν «Δρ. Τζέκιλ και Μίστερ Χάιντ».
Τον δεύτερο σπουδαιότερο συνεργάτη του μετά τον Μπρέκετ, ο Γουάιλντερ τον βρήκε στο πρόσωπο του I. A. L. Diamond. Το πρώτο τους σενάριο μαζί, αν και ένα από τα πιο μέτρια τους, αποτέλεσε έναν φόρο τιμής στις εκλεπτυσμένες κωμωδίες του Ερνστ Λούμπιτς, με τίτλο «Αριάν» (1957). Οι δύο τους θα γράψουν τα σενάρια των δώδεκα τελευταίων ταινιών του Μπίλι Γουάιλντερ, συμπεριλαμβανομένων των επιτυχιών «Μερικοί το προτιμούν καυτό» (1959), για πολλούς μια από τις εμβληματικότερες κωμωδίες στην ιστορία του αμερικανικού κινηματογράφου, την τολμηρή και ηθικά αμφιλεγόμενη «Γκαρσονιέρα» (1960), την ψυχροπολεμική φάρσα «Ένα… δύο… τρία» (1961), και την «Τροτέζα» (1963).
Ο Diamond, ο οποίος έγραψε το αμίμητο «Κανείς δεν είναι τέλειος», τελευταία ατάκα της εξαιρετικής κωμωδίας «Μερικοί του Προτιμούν Καυτό», περιέγραψε την προσέγγιση του Γουάιλντερ στη δημιουργία ταινιών ως έναν συνδυασμό κυνισμού και ρομαντισμού.
Το 1964, ωστόσο, μετά την παταγώδη αποτυχία της ταινίας «Φίλησέ με, κουτέ», μια σεξουαλική φάρσα που θεωρήθηκε προκλητική και καταδικάστηκε από κοινό, κριτικούς και την ίδια τη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, η καριέρα του Μπίλι Γουάιλντερ ξεκίνησε να παίρνει την κάτω βόλτα. Αν και οι κριτικοί στάθηκαν αρκετά ευνοϊκά απέναντί σε μερικά από τα τελευταία του φιλμ όπως «Οι περιπέτειες του Σέρλοκ Χολμς» (1970) και «Fedora» (1978), οι πωλήσεις εισιτηρίων έπεσαν, ωστόσο, κατακόρυφα.
Τελευταία του ταινία τα «Φιλαράκια» (1981). Από τούδε και στο εξής φάνηκε αδύνατον να πείσει τα κινηματογραφικά στούντιο του Χόλυγουντ να χρηματοδοτήσουν τις ταινίες του, καθώς θεωρήθηκε ξεπερασμένος από την εποχή του.
Άλλες αξιοπρόσεκτες ταινίες του Μπίλι Γουάιλντερ: «Το τελευταίο Ατού» (1951), «Θάλαμος εξοντώσεως 17» (1953), «Σαμπρίνα» (1954), «Επτά Χρόνια Φαγούρα» (1955), «Μάρτυς Κατηγορίας» (1957) .
Κατά τη διάρκεια της καριέρας του ο Γουάιλντερ κινούταν με ξεχωριστή άνεση ανάμεσα σε ευχάριστες και λυπητερές ιστορίες, περνώντας δεξιοτεχνικά από διάφορα είδη: Από τις κωμωδίες και τα φιλμ νουάρ, έως το μελόδραμα και το μιούζικαλ. Τα έργα του χαρακτηρίζονταν από ένα ευφυές πνεύμα και ένα εξίσου ευφυές παιχνίδι ρόλων, καυστική κοινωνική σάτιρα, ειρωνική παρουσίαση της σκοτεινής πλευράς της «αμερικανικής ζωής» και της υποκρισίας της, ενασχόληση με ζητήματα taboo και αμφιλεγόμενα θέματα, «αντιήρωες»- παραδείγματα προς αποφυγήν- μεταμόρφωση και τεχνάσματα. Είχε την ιδιαίτερη ικανότητα να μετατρέπει δυσάρεστες καταστάσεις σε εντελώς αστείες.
Έχει τιμηθεί από την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου με έξι Βραβεία Όσκαρ, ενώ έχει σκηνοθετήσει μερικά από τα σπουδαιότερα αστέρια της Χρυσής Εποχής του Χόλυγουντ: Μέριλιν Μονρόε, Σίρλεϊ Μακ Λέιν, Όντρεϊ Χέπμπορν, Γκλόρια Σουάνσον, Γκάρι Κούπερ, Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, Γουίλιαμ Χόλντεν, Τζακ Λέμον, Τόνι Κέρτις, Κερκ Ντάγκλας, Τζίντζερ Ρότζερς, Μπάρμπαρα Στάνγουικ και Μαρλέν Ντίτριχ. Έφυγε από τη ζωή στις 27 Μαρτίου 2002.
Πηγή: monopoli.gr
Δείτε στο παρακάτω βίντεο την ταινία Irma la Douce σε σκηνοθεσία του Μπίλι Γουάιλντερ:
Πηγή εικόνας cinemaclassico.com