Lauren Bacall: «το βλέμμα»
Η Λορίν Μπακόλ (Lauren Bacall) υπήρξε μια από τις τελευταίες μεγάλες ντίβες της «Χρυσής Εποχής» του Χόλιγουντ, που σημάδεψε τη μεγάλη οθόνη με τις ερμηνείες της, την απαράμιλλη φινέτσα της και τη χαρακτηριστική βραχνάδα στη φωνή της.
Η Μπέτι Τζόαν Πέρσκι, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης στις 16 Σεπτεμβρίου 1924, από οικογένεια Εβραίων μεταναστών με καταγωγή από την Ρουμανία και την Λευκορωσία.
Μετά τον χωρισμό των γονιών της, μεγάλωσε με την μητέρα της και πήρε το επώνυμό της. Από την πλευρά του πατέρα της, τον οποίο δεν ξαναείδε ποτέ, ήταν συγγενής με τον σημαίνοντα Ισραηλινό πολιτικό Σιμόν Πέρες (Πέρσκι το πραγματικό του επίθετο).
Σπούδαζε υποκριτική για δεκατρία έτη και βρέθηκε στο σανίδι στα 18 της χρόνια, ενώ, παράλληλα δούλευε ως ταξιθέτρια και μοντέλο. Το 1942 έκανε το ντεμπούτο της στο Μπρόντγουεϊ, ως Μπέτι Μπακό, στην παράσταση «Johnny 2 X 4».
Σύμφωνα με την αυτοβιογραφία της, η Μπακόλ γνώρισε τότε το είδωλό της, Μπέτι Ντέιβις, στο ξενοδοχείο που διέμενε η τελευταία. Μετά από χρόνια, η Ντέιβις την επισκέφτηκε στα παρασκήνια για να τη συγχαρεί για την ερμηνεία της στο «Applause» -ένα μιούζικαλ βασισμένο στην ταινία που γύρισε η ίδια, το «Όλα για την Εύα». Η μεγάλη ευκαιρία για τη Λορίν ήρθε, όταν η σύζυγος του Χάουαρντ Χοκς, Νάνσι, την πρόσεξε σε ένα εξώφυλλο του γυναικείου περιοδικού «Harper’s Bazaar». Εκείνη την πρότεινε στον σπουδαίο σκηνοθέτη. Ακολούθησε ένα δοκιμαστικό και έτσι η 19χρονη καλλονή πήρε τον ρόλο της Μαρί δίπλα στον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ στην ταινία «Σειρήνα της Μαρτινίκα» («To Have and Have Not», 1944 ) που βασίζεται στο μυθιστόρημα «Να έχεις και να μην έχεις» του Έρνεστ Χέμινγουεϊ. Η Νάνσι υπήρξε μέντορας για την Μπακόλ: εκείνη της έμαθε να ντύνεται με στιλ και της πρότεινε να κατεβάσει τη φωνή της, γεγονός που στάθηκε καθοριστικό για την μετέπειτα πορεία της.
Στα γυρίσματα εκείνης της ταινίας ξεκίνησε και το ειδύλλιό της με τον Μπόγκαρτ. «Ξέρεις να σφυρίζεις; Απλώς ενώνεις τα χείλια σου και φυσάς» τον ρωτά η Λορίν κι ένας έρωτας ξεκινάει ανάμεσά τους, παρά την διαφορά ηλικίας τους- εκείνος τότε ήταν 45 χρόνων και μετρούσε ήδη δύο διαζύγια.
Από τότε έγιναν αχώριστοι κι έζησαν μαζί έως τον θάνατο του Μπόγκαρτ το 1957, αποκτώντας δυο παιδιά. Ο Μπόγκι- έτσι τον φώναζε εκείνη- την αποκαλούσε πάντα «Το Μωρό» και η σχέση τους συχνά έγινε αντικείμενο σχολιασμών, καθώς μάλλον και οι δυο είχαν εξωσυζυγικές σχέσεις. Η Μπακόλ, άλλωστε, λάτρευε τα πάρτι, ενώ ο Μπόγκαρτ θεωρούσε ότι παραήταν μεγάλος για τέτοιες διασκεδάσεις.
Παρά τα όσα λέγονταν, ήταν ένα από τα πιο αγαπημένα ζευγάρια του Χόλιγουντ. Η ίδια είχε δηλώσει: «Μαζί του έζησα τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου, γιατί παντρεύτηκα κάποιον που με λάτρευε. Μου έμαθε τα πάντα για τη ζωή, τους ανθρώπους και τον κινηματογράφο. Με έβαλε σε περιβάλλον με ταλαντούχους και δημιουργικούς ανθρώπους».
Στις μεγάλες τους κινηματογραφικές επιτυχίες συγκαταλέγονται τα φιλμ-νουάρ «Ο Μεγάλος Ύπνος» («The Big Sleep»,1946) του Χάουαρντ Χοκς, βασισμένο στο αστυνομικό μυθιστόρημα του Ρεϊμοντ Τσάντλερ και «Στη Βοή της καταιγίδας» («Key Largo», 1948) του Τζον Χιούστον. Λιγότερο γνωστή αλλά εξίσου εξαιρετική ταινία τους, είναι και το φιλμ-νουάρ του Ντέλμερ Ντέιβς «Σκοτεινή διάβασις» («Dark Passage», 1947).
Η κωμωδία του Τζιν Νεγκουλέσκο «Πώς να παντρευτείτε έναν εκατομμυριούχο» («How to Marry a Millionaire», 1953) ήταν μια από τις μεγαλύτερες εισπρακτικές επιτυχίες στην καριέρα της Μπακόλ.
Φιλελεύθερη και οπαδός του Δημοκρατικού Κόμματος συμμετείχε μαζί με τον Μπόγκαρτ, στα τέλη της δεκαετίας του ’40, στις κινητοποιήσεις κατά της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών της Βουλής των Αντιπροσώπων που είχε εξαπολύσει «κυνήγι μαγισσών» .Μετά από τον θάνατο του Μπόγκι έκανε έναν σύντομο δεσμό με τον Φρανκ Σινάτρα, ο οποίος της είχε προτείνει να παντρευτούν, όταν όμως ο Τύπος έμαθε για την πρότασή του, εκείνος έγινε έξαλλος και την εγκατέλειψε.
Από το 1961 έως το 1969 ήταν παντρεμένη με τον σπουδαίο ηθοποιό Τζάισον Ρόμπαρντς. Ο γάμος τους, όμως, έληξε, καθώς όπως η ίδια είχε πει, δεν άντεχε τον εθισμό του στο αλκοόλ. Η Μπακόλ απέκτησε δύο παιδιά από τον γάμο της με τον Μπόγκαρτ και ένα με τον Ρόμπερτς. Πρόκειται για τον Στίβεν Μπόγκαρτ, παραγωγό ειδήσεων, δημιουργό ντοκιμαντέρ και συγγραφέα, τη Λέσλι Μπόγκαρτ, καθηγήτρια της γιόγκα και το Σαμ Ρόμπαρτς, επίσης ηθοποιό. Μετά από το διαζύγιό τους δεν ξαναπαντρεύτηκε, στην αυτοβιογραφία της όμως μνημονεύει ένα δεσμό της με τον Λεν Κάριου, συμπρωταγωνιστή της στο «Applause».
Συνολικά έπαιξε σε 30 ταινίες, στις οποίες περιλαμβάνονται οι παραγωγές: «Αγωνία μέσα στη νύχτα» («Shock Treatment», 1964) του Ντένις Σάντερς, «F.B.I. Φάκελος 17, Ακρως Εμπιστευτικόν («Harper», 1966), του Τζακ Σμάιτ «Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές» («Murder on the Orient Express», 1973) του ΣίντνεΊ Λούμετ, «Με το χέρι στη σκανδάλη» («The Shootlist», 1976) του Ντον Σίγκελ, «The fan» (1981) του Εντ Μπιάνκι, αλλά και το «Dogville» (2003) του Λαρς Φον Τρίερ. Είχε πάντα τη φήμη της δύσκολης και απέρριπτε συχνά σενάρια που δεν της άρεσαν, μην υπολογίζοντας το κόστος. Η ίδια συνήθιζε να λέει πως απλώς ήταν οπαδός της αλήθειας, όπως ο Μπόγκι και η μητέρα της, γεγονός που δεν άντεχαν οι άνθρωποι.
Το 1997, λαμβάνει υποψηφιότητα για το βραβείο Όσκαρ δεύτερου γυναικείου ρόλου για την ερμηνεία της στην ταινία «Ο καθρέπτης έχει δύο πρόσωπα», για την οποία είχε ήδη κερδίσει μια Χρυσή Σφαίρα. Αν και πολλοί ανέμεναν να κερδίσει το βραβείο, τελικά πήγε στη Ζυλιέτ Μπινός για την ταινία «Ο Άγγλος Ασθενής».
Το 1997 πήρε το Βραβείο Kennedy Center και δύο χρόνια αργότερα, το 1999, ψηφίζεται ως μια από τις σημαντικότερες γυναίκες σταρ στην ιστορία από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου. Από τότε, η καριέρα της γνωρίζει νέα άνθιση και προσελκύει την αναγνώριση των κριτικών με τη συμμετοχή της σε ταινίες όπως το «Dogville» με τη Νικόλ Κίντμαν, το «The Limit» με την Κλαιρ Φορλάνι, και η «Γέννηση» και πάλι με την Κίντμαν. Πρωταγωνιστεί επίσης στην ταινία του Πωλ Σρέντερ «The Walker». Το Μάρτιο του 2006, εμφανίζεται στην 78η απονομή των Όσκαρ, παρουσιάζοντας ένα φιλμάκι αφιερωμένο στα φιλμ νουάρ, ένα είδος που τίμησε στην μακρόχρονη καριέρα της.
Το Σεπτέμβρη του 2006, λαμβάνει το πρώτο Μετάλλιο Κάθριν Χέπμπορν– με την οποία υπήρξαν καλές φίλες-το οποίο αναγνωρίζει «γυναίκες των οποίων η ζωή, το έργο και οι συνεισφορές ενσαρκώνουν την εξυπνάδα, το κίνητρο και την ανεξαρτησία της τέσσερις φορές βραβευμένης με Όσκαρ ηθοποιού».
Δύο χρόνια αργότερα, μαζί με τη Σούζαν Σάραντον, τιμάται και με το «Τιμητικό μετάλλιο Μπέτι Ντέιβις» σε μια τελετή που λαμβάνει μέρος στο ίδρυμα αφιερωμένο στη μνήμη του ειδώλου της. Στις 14 Νοεμβρίου του 2009, λαμβάνει τιμητικό Όσκαρ για την πολύχρονη καριέρα της και την προσφορά της στην έβδομη τέχνη.
Η Λορίν Μπακόλ είχε αξιοσημείωτη παρουσία και στο θεατρικό σανίδι. Κέρδισε δύο βραβεία Τόνι για τις ερμηνείες της στα μιούζικαλ «Applause» (1970) και «Woman of the Year» (1981). Έγραψε επίσης τα αυτοβιογραφικά βιβλία «By Myself» (1978), «Now» (1994) και «By Myself and Then Some» (2005).
Δεν κυνηγούσε την ευτυχία, θεωρούσε μάλιστα ότι μόνο ένας αναίσθητος μπορεί πραγματικά να γίνει ευτυχισμένος, όμως, ήθελε να ζει την κάθε μέρα της ζωής της με πάθος γι’ αυτό που έκανε. Πέθανε στις 12 Αυγούστου 2014 από αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης σε ηλικία 89 ετών.
Πηγή: bovary.gr