Κατίνα Παξινού: η Ελληνίδα ιέρεια της υποκριτικής
Η Κατίνα Παξινού υπήρξε κορυφαία Ελληνίδα ηθοποιός που πρωταγωνίστησε στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Απέκτησε παγκόσμια φήμη και ήταν η πρώτη μη Αμερικανίδα που κέρδισε βραβείο Όσκαρ. Έξυπνη, βαθιά καλλιεργημένη και πολυμήχανη, έδωσε με τις ανεπανάληπτες ερμηνείες της σάρκα και οστά στους ρόλους τους οποίους υποδύθηκε.
Γεννήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου του 1900 στον Πειραιά. Ήταν κόρη του αλευροβιομήχανου Βασίλη Αντωνόπουλου. Η καλή οικονομική κατάσταση της οικογένειάς της, τής επέτρεψε να κάνει σπουδές σε μουσικές σχολές και ωδεία της Γενεύης, του Βερολίνου και της Βιέννης, καλλιεργώντας έτσι το ταλέντο της στη μουσική, το τραγούδι και την υποκριτική.
Στα 17 της παντρεύεται τον βιομήχανο Γιάννη Παξινό με τον οποίο αποκτά δύο κόρες. Χωρίζει μετά από κάποια χρόνια, κρατώντας το επώνυμό του, που θα τη συνοδέψει σε όλη τη μετέπειτα καριέρα της. Σε ηλικία 34 χρόνων ένα τραγικό γεγονός σημαδεύει τη ζωή της. Η πρωτότοκη κόρη της πεθαίνει από λευχαιμία. Η ίδια σε μια συνέντευξή της είπε: “Είμαι ένας άνθρωπος όπως όλοι. Έζησα. Έκανα παιδιά. Έθαψα παιδιά. Και πόνεσα θάβοντας αυτά τα παιδιά”.
Η καριέρα της ξεκινάει το 1920, όταν πρωταγωνιστεί στην όπερα Αδελφή Βεατρίκη, στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά. Αρχικά περιορίζεται σε λυρικούς ρόλους, ωστόσο μετά το 1928 ξεκινά να εμφανίζεται στο θέατρο πρόζας στο έργο Γυμνή γυναίκα. Στο καμαρίνι της Κοτοπούλη γνωρίζει τον Αλέξη Μινωτή ο οποίος θα είναι ο σύντροφός της για την υπόλοιπη ζωή της. Το 1931 εισχωρεί στον θίασο του Αιμίλιου Βεάκη και εμφανίζεται σε παραστάσεις σημαντικών έργων της παγκόσμιας δραματουργίας. Το 1932 καταφέρνει να ενταχθεί στο δυναμικό του Εθνικού Θεάτρου όπου θα παραμείνει μέχρι το 1940. Με τη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου παίζουν παραστάσεις σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις. Το ξέσπασμα του πολέμου τη βρίσκει στο Λονδίνο, από όπου αποφασίζει να διαφύγει με πλοίο στις ΗΠΑ. Το πλοίο τορπιλίζεται και η ίδια διασώζεται 3 μέρες μετά από ένα αντιτορπιλικό πλοίο.
Στις ΗΠΑ ξεκινάει να εμφανίζεται σε θέατρο στο Μπρόντγουει. Από εκεί την ανακαλύπτουν οι παραγωγοί της Paramount Movies και της προτείνουν να παίξει τον ρόλο της Pilar στην κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου του Χέμινγουει Για ποιον χτυπά η καμπάνα, δίπλα στους Γκάρι Κούπερ και Ίνγκριντ Μπέργκμαν. Αρχικά αρνείται αλλά στη συνέχεια δέχεται να παίξει βάζοντας τους δικούς της όρους. Τελικά ο ρόλος αυτός της χάρισε το 1944 το Όσκαρ Β’ Γυναικείου ρόλου, σε μια ερμηνεία που αποθέωσαν κοινό και κριτικοί. Συνολικά συμμετείχε σε 11 κινηματογραφικές παραγωγές οι οποίες τη βοήθησαν να αποκτήσει παγκόσμια φήμη για τις ιδιαίτερες υποκριτικές ικανότητες και το βάθος της ερμηνείας της. Το 1949 τιμάται με το βραβείο Κοκτό στο Φεστιβάλ Μπεατρίτς για την ερμηνεία της στην ταινία Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα.
Μετά τον θρίαμβό της στην Αμερική επιστρέφει το 1950 μαζί με τον Μινωτή στην Ελλάδα. Ξεκινούν πάλι τη συνεργασία τους με το Εθνικό Θέατρο και περιοδεύουν στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Το 1957 αποφασίζει να αφοσιωθεί στο αρχαίο ελληνικό δράμα και σε κλασικά έργα της παγκόσμιας δραματουργίας και ενσαρκώνει στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, του Ηρωδείου και της Επιδαύρου ρόλους από την Εκάβη, τη Μήδεια, τις Φοίνισσες, τις Βάκχες του Ευριπίδη, αλλά και Μάκβεθ του Σαίξπηρ. Το 1968 μαζί με τον Αλέξη Μινωτή κάνουν τον δικό τους θίασο και παίζουν σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.
Δυστυχώς το 1973 πεθαίνει από καρκίνο. Μέχρι την ύστατη στιγμή και παρά τους έντονους πόνους που είχε συνέχιζε να βρίσκεται στον χώρο που αγαπούσε περισσότερο από όλους: στο θέατρο. Η τελευταία της συμμετοχή σε παράσταση ήταν στο έργο Μάνα κουράγιο και σε κινηματογραφική ταινία Το νησί της Αφροδίτης.